- φριξοκόμης
- φριξο-κόμης, ου, ὁ, = foreg. 1, APl.4.291 ([place name] Anyte).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φριξοκόμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φριξόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] … Dictionary of Greek
φριξοκόμᾳ — φριξοκόμαι , φριξοκόμης masc nom/voc pl φριξοκόμᾱͅ , φριξοκόμης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)